ανακηρυκτής — ο αυτός που ανακηρύσσει, που έχει ως έργο του την ανακήρυξη κάποιου αποτελέσματος (ψηφοφορίας, δημοπρασίας κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακηρύσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
αναφωνητής — ο (θηλ. αναφωνήτρα) (Μ ἀναφωνητής) αυτός που αναγγέλλει το όνομα κάποιου ή ανακηρύσσει … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κοσμήτορας — και κοσμήτωρ, ο (ΑM κοσμήτωρ) αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η φροντίδα για την τάξη ή τη διακόσμηση νεοελλ. καθηγητής ανώτατης σχολής, στον οποίο ανατίθεται, με εκλογή, για ορισμένη θητεία να συγκαλεί τη σχολή σε συνεδρίες ως πρόεδρος, να… … Dictionary of Greek
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek
άγιοι — Ο όρος, με χριστιανική σημασία, χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει τα μέλη της εκκλησίας, τους χριστιανούς. Από τον 2o αι. και ύστερα η εκκλησία ονομάζει α. μόνο τους μάρτυρες (εκείνους που ομολόγησαν τη χριστιανική τους πίστη με μαρτυρικό… … Dictionary of Greek
Στιλίχων — Σύμβουλος του ανήλικου αυτοκράτορα του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Ονώριου (395 – 426). Εκλατινισμένος αξιωματικός βανδαλικής καταγωγής, με ξεχωριστές ικανότητες στρατιωτικές και πολιτικές, που ο πατέρας του Ονώριου, Θεοδόσιος ο… … Dictionary of Greek